- στομῶδες
- στομώδηςclear-voicedmasc/fem voc sgστομώδηςclear-voicedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στομώδης — ῶδες, Α [στόμα] 1. αυτός που έχει καθαρή, ωραία φωνή 2. (για γάλα) ευχάριστος στη γεύση («γλυκὺ καὶ στομῶδες», Σωρ.) … Dictionary of Greek